- συνωμότης
- ο, ΝΜΑ, θηλ. συνωμότισσα Ν, και θηλ. συνωμότις, -ιδος Μ, και αττ. τ. ξυνωμότης Ααυτός που ορκίζεται μυστικά μαζί με άλλους για την από κοινού ανάληψη και εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, αυτός που μετέχει σε συνωμοσίααρχ.μτφ. αυτός που κρυφά και μαζί με άλλον προκαλεί τη βλάβη ενός τρίτου («ὕπνος πόνος τε κύριοι συνωμόται», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ωμότης (< ὄμνυμι), πρβλ. ἐπ-ωμότης. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.